Η Ελαφόνησος βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της Πελοποννήσου με έκταση 19 τετραγωνικά χιλιόμετρα και απόσταση μόνο 570 μέτρα από την απέναντι Πελοποννησιακή ακτή της Πούντας που μαζί με άλλα 3 τετραγωνικά χιλιόμετρα γης στην Λακωνία αποτελούν την Κοινότητα Ελαφονήσου.
Το σημερινό της όνομα η Ελαφόνησος το αντλεί, σύμφωνα με έρευνα των Κρούπη Ηλία & Σταμούλη Ιακώβου από το πλούσιο κυνήγι που υπήρχε στην περιοχή από την αρχαιότητα καθώς όπως αναφέρεται και από τον Παυσανία πολλά ήταν τα αρχαία ιερά της Θεάς Αρτεμης στην περιοχή, και πιο συγκεκριμένα λόγο της ύπαρξης πλήθους ελαφιών κόκκινου χρώματος (CERVI).
Σύμφωνα και με Βενετσιάνικους χάρτες του 15ου αιώνα η Ελαφόνησος αποτυπώνετε ως CERVI «τσέρβι» και τα Κύθηρα ως CERIGO «τσερίγκο» (όνομα που οι ντόπιοι χρησιμοποιούν ως και σήμερα για τα Κύθηρα (Τσιρίγο), κάτι που δεν έγινε και με το όνομα «Τσέρβι» για την Ελαφόνησο καθώς δεν κατοικούταν τότε).
Τέλος το απέναντι χωριό Βιγκλάφια μαρτυρά με το όνομα του την αλήθεια αυτή (ΒΙΓΚΛΑ – ΕΛΑΦΙΑ) καθώς από κει, απλώνεται μπροστά μας πεντακάθαρα όλος ο κάμπος ως την Ελαφόνησο μαζί με την λιμνοθάλασσα Στρογγύλη. Ως φυσικό παρατηρητήριο λοιπόν των κόκκινων μικρόσωμων αυτών Ελαφιών δεν θα μπορούσε παρά να αποδοθεί αυτό το τοπωνύμιο.
Η άποψη αυτή ενισχύεται σημαντικά παρατηρώντας το άγαλμα της Θεάς Αρτεμης στο μουσείο του Λούβρου (προερχόμενο από την Λακωνία) όπου κρατά στο ένα χέρι τα βέλη της και στο άλλο ένα μικρόσωμο τέτοιο ελάφι.
Η Ελαφόνησος ανήκει στον Νομό Λακωνίας, στα 3,7 ναυτικά μίλια ανατολικά της βρίσκεται η Νεάπολη, έδρα του Δήμου Βοιών που μαζί με τα υπόλοιπα χωριά στο νοτιοανατολικό άκρο της Πελοποννήσου, την Ακρα Μαλέα, αποτελούν τα Βάτικα. Στα 4,5 ναυτικά μίλια από το Ακρωτήρι του Φράγκου, νότια, βρίσκονται τα Κύθηρα (Τσιρίγο)
Ο πληθυσμός του νησιού είναι μερικές εκατοντάδες κάτοικοι τον χειμώνα οι οποίοι το καλοκαίρι σχεδόν διπλασιάζονται.
Επίσης το νησί είναι πόλος έλξης χιλιάδων τουριστών με κορύφωση τους μήνες, Ιούλιο και Αύγουστο, όπου οι διανυχτερεύσεις ξεπερνούν τις 5.000 και οι διελεύσεις αυτοκινήτων καθημερινά φθάνουν και ξεπερνούν τις 1.600.